- παθικεύομαι
- παθικεύομαι (Α) [παθικός]φέρομαι με παθητικό τρόπο στην ερωτική συνεύρεση, είμαι κίναιδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παθικεύεται — παθικεύομαι to be sexually passive pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)